συναλλακτικός

συναλλακτικός
-ή, -ό / συναλλακτικός, -ή, -όν, ΝΑ [συναλλάσσω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οικονομικές ανταλλαγές
2. κατάλληλος, ικανός για οικονομικές συναλλαγές
νεοελλ.
(φρ) α) «συναλλακτικά ήθη» — οι συνήθεις στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας
β) «συναλλακτική οικονομία» — οικονομία στην οποία οι ανταλλαγές γίνονται με τη μεσολάβηση χρήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναλλακτικῶν — συναλλακτικός of fem gen pl συναλλακτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλακτικούς — συναλλακτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλακτική — συναλλακτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλακτικώτεροι — συναλλακτικός of masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”